ζῳύφιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζῳύφιον < υποκοριστικό του ζῷον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζῳύφιον ουδέτερο

  1. μικρό ζώο
    ἐν μὲν Ἰβηρίᾳ τὸ τοῖς λαγωοῖς ὅμοιον ζωΰφιον, ὃ καλοῦσι κούνικλον (Γαληνός, Περὶ τῶν ἐν τροφαίς δυνάμεων, Βιβλίον Τρίτον, 6.666.11)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]