ζῳώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζῳώδης < ζῷον και εἶδος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ζῳώδης, ης, ες

  • όμοιος με ζώο, αναίσθητος, βάρβαρος