ηλεκτροακτινολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηλεκτροακτινολογία < ηλεκτρο- + ακτινολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτροακτινολογία θηλυκό
- κλάδος της ιατρικής που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμού και τις ακτινοβολίες για τη θεράπευση διαφόρων παθήσεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτροακτινολογία