ηλεκτρομηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτρομηχανή θηλυκό
- (μηχανολογία) κάθε μηχανή που λειτουργεί με ηλεκτρισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτρομηχανή
|