ηλεκτροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτροσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική), (τεχνολογία): οποιαδήποτε συσκευή που εξετάζει εάν ένα σώμα περιέχει ηλεκτρισμό, καθώς και το είδος αυτού το ηλεκτρισμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτροσκόπιο