ηλεκτροτεχνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλεκτροτεχνίτης αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης,απόφοιτος μέσης τεχνικής σχολής, που έχει ειδικευτεί στον χειρισμό, επισκευή και συντήρηση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, δικτύων ή μηχανημάτων
- ηλεκτροτεχνίτης φωτισμού, ηλεκτροτεχνίτης ανελκυστήρων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλεκτροτεχνίτης