ηλιανθόμελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλιανθόμελο τα ηλιανθόμελα
      γενική του ηλιανθόμελου των ηλιανθόμελων
    αιτιατική το ηλιανθόμελο τα ηλιανθόμελα
     κλητική ηλιανθόμελο ηλιανθόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλιανθόμελο < ηλίανθος + μέλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλιανθόμελο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]