ηλιοτρόπια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ηλιοτρόπια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηλιοτρόπιο
Δείτε επίσης : ηλιοτροπία |
ηλιοτρόπια