ηλιόφοβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ηλιόφοβος, -η, -ο
- που πάσχει από ηλιοφοβία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηλιόφοβος
ηλιόφοβος, -η, -ο