ημιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ημιαστικός < ημι- + αστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semiurban)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.mi.a.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐α‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ημιαστικός, -ή, -ό
- που έχει χαρακτηριστικά αστικά αλλά και αγροτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα ημι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)