ημιβάρβαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ημιβάρβαρος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού
- ημιβάρβαρος λαός, ημιβάρβαρη κατάσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημιβάρβαρος
|