ημιδιαπερατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ημιδιαπερατός < ημι- + διαπερατός
Επίθετο
[επεξεργασία]ημιδιαπερατός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του ημιπερατός
- Η οδοντίνη όμως είναι σχετικά ημιδιαπερατός ιστός γιατί διασχίζεται από οδοντινοσωληνάρια που ξεκινούν από τον πολφό και φθάνουν μέχρι την ΑΟ ένωση. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημιδιαπερατός
|