ημιμαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ημιμαθής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμιμαθής (που δεν έχει ολοκληρώσει τη μαθητεία του)· (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική demi-savant. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ημι- + -μαθής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ημιμαθής, -ής, -ές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]