ηπατολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηπατολογικός < ηπατολόγος / ηπατολογία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ηπατολογικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τον ηπατολόγο ή την ηπατολογία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηπατολογικός
|