ηπιότερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηπιότερα < συγκριτικός βαθμός του ήπια
Επίρρημα
[επεξεργασία]ηπιότερα
- με πιο ήπιο, πιο πράο τρόπο, πιο μαλακά
- Μα κι εσύ βρε παιδί μου στις μέρες μας δεν λες έτσι απότομα στον άντρα σου "ήρθε η ΔΕΗ". Πρέπει να του το φέρνεις ηπιότερα, με τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηπιότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ηπιότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηπιότερο