ηχολήπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηχολήπτης οι ηχολήπτες
      γενική του ηχολήπτη των ηχοληπτών
    αιτιατική τον ηχολήπτη τους ηχολήπτες
     κλητική ηχολήπτη ηχολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηχολήπτης < ήχος + λήπτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηχολήπτης αρσενικό, (θηλυκό ηχολήπτρια)

  • (επάγγελμα) ο τεχνικός που είναι αρμόδιος για την καταγραφή του ήχου κατά τη διάρκεια μιας κινηματογράφησης ή μαγνητοσκόπησης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]