ηωζωικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηωζωικός | η | ηωζωική | το | ηωζωικό |
γενική | του | ηωζωικού | της | ηωζωικής | του | ηωζωικού |
αιτιατική | τον | ηωζωικό | την | ηωζωική | το | ηωζωικό |
κλητική | ηωζωικέ | ηωζωική | ηωζωικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηωζωικοί | οι | ηωζωικές | τα | ηωζωικά |
γενική | των | ηωζωικών | των | ηωζωικών | των | ηωζωικών |
αιτιατική | τους | ηωζωικούς | τις | ηωζωικές | τα | ηωζωικά |
κλητική | ηωζωικοί | ηωζωικές | ηωζωικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηωζωικός < αρχαία ελληνική ηώζωον < ηώς + ζωή
Επίθετο[επεξεργασία]
ηωζωικός, -ή, -ό