θαλασσοβρεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]θαλασσοβρεγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- (για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος) που βρέχεται από τη θάλασσα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλασσοβρεγμένος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Λέξεις με θαλασσοβρεχ-, βρεγ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)