θαλασσοπνιγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαλασσοπνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαλασσοπνίγομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]θαλασσοπνιγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θαλασσοπνίγομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλασσοπνιγμένος
|