θανατάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]θανατάω / θανατῶ
- (εφετικό ρήμα) επιθυμώ να πεθάνω, επιθυμώ «θανεῖν (να πεθάνω)»
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Ρηματικοί τύποι
[επεξεργασία]- θανατᾶν (συνηρημένο απαρέμφατο)
Πηγές
[επεξεργασία]- θανατάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θανατάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.