θαπατέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαπατέρας (νεολογισμός) < θα + πατέρας
- λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση (μαρτυρείται από το 2010)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαπατέρας αρσενικό
- (προφορικό) πολιτικός που δίνει υποσχέσεις αφειδώς ή αόριστες, ακολουθώντας την πρακτική του, επίσης πολιτικού, πατέρα του
- ※ Δηλαδή, αυτός ο Παπατζής ο 3ος, όπως είναι το κανονικό του όνομα, ο Θαπατέρας, όπως τον λένε οι Ισπανοί, μας κορόιδεψε χοντρά
- Τζίμης Πανούσης, συνέντευξη στον Φιλελεύθερο της Κύπρου: philenews.com «Τζίμης Πανούσης: Η σάτιρα έχει προφητικές ιδιότητες»], τελευταία ενημέρωση: 15 Ιανουαρίου 2018· πρόσβαση: 2019-07-19.
- ※ Δηλαδή, αυτός ο Παπατζής ο 3ος, όπως είναι το κανονικό του όνομα, ο Θαπατέρας, όπως τον λένε οι Ισπανοί, μας κορόιδεψε χοντρά
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η χρήση της λέξης εμφανίζεται κυρίως σε μπλογκ και φόρουμ.
- Είναι και λογοπαίγνιο με το όνομα του Ισπανού σοσιαλιστή πολιτικού Χοσέ Θαπατέρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαπατέρας
|