θαυμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

θαυμαίνω < θαυμάζω ή θαῦμα

θαυμαίνω (μέλλοντας: θαυμανέω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]