θεαθήναι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεαθήναι < αρχαία ελληνική θεαθῆναι, απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος θεάομαι, -ῶμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θεαθήναι ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο

  1. το να μας βλέπουν οι άλλοι
    Όλα γίνονται για το θεαθήναι. (όχι για λόγους ουσίας, αλλά για τα μάτια του κόσμου)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]