θεληματικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θεληματικῶς, λέξη του 12ου αιώνα < θεληματικ(ός) + -ῶς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

θεληματικῶς