θεματοδότρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεματοδότρια < θεματοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεματοδότρια θηλυκό
- θηλυκό του θεματοδότης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεματοδότρια
|