θεοφοβούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεοφοβούμενος < θεο- + φοβούμενος
Μετοχή
[επεξεργασία]θεοφοβούμενος, -η, -ο
- που φοβάται / ευλαβείται το Θεό
- Μόλις είδε το σημάδι η θεοφοβούμενη γυναίκα σταυροκοπήθηκε.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεοφοβούμενος