θεριεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θeɾ.ʝeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ριε‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]θεριεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θεριεύω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεριεμένος
|