θεριζοαλωνιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεριζοαλωνιστικός < θερίζ(ω) + -ο- + αλωνιστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]θεριζοαλωνιστικός, -ή, -ό
- που θερίζει και αλωνίζει
- → δείτε τον όρο θεριζοαλωνιστική μηχανή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεριζοαλωνιστικός
|