θεσμοθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεσμοθέτης < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεσμοθέτης αρσενικό
- αυτός που θεσμοθετεί
- (ιστορία) οι έξι από τους συνολικά εννέα άρχοντες της αρχαίας Αθήνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεσμοθέτης
|