θετικότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θετικότατος < θετικ(ός) + -ότατος < αρχαία ελληνική θετικώτατος
Επίθετο
[επεξεργασία]θετικότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του θετικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θετικότατα (επίρρημα)
- → δείτε τη λέξη θετικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θετικότατος
|