θεωρητικοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεωρητικοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]θεωρητικοποιώ
- μαζεύω πολλές μελέτες μαζί για τη δημιουργία μιας ενιαίας δομής, μιας μεγάλης θεωρίας που να εξηγεί την πραγματικότητα με περιεκτικό τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεωρητικοποιώ
|