θηλυκώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θηλυκώνω < λείπει η ετυμολογία

θηλυκώνω

  1. (μεταβατικό) ταιριάζω, τοποθετώ ένα αντικείμενο μέσα σε εσοχή άλλου
    θηλυκώνω τα κουμπιά του υποκάμισου
  2. (αμετάβατο) ταιριάζω, έχω ακριβώς το σχήμα που χρειάζεται για να θηλυκώσω σε άλλο αντικείμενο


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]