θηραματοπονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θηραματοπονία (νεολογισμός) < θήραμα θηραματ- + -ο- + *-πονία κατά το γεωπονία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θi.ɾa.ma.to.poˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρα‐μα‐το‐πο‐νί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θηραματοπονία θηλυκό
- απόπειρα για διατήρηση του πληθυσμού των θηραμάτων και περιορισμού του κυνηγιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θηραματοπονία
|