θηρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θηρεύω < αρχαία ελληνική < θήρ + -εύω

θηρεύω

  1. κυνηγώ
  2. επιδιώκω να βρω κάτι
    θηρεύω θάνατον, κ’ εν τω θανάτω / ζωήν ευρίσκω (Κ.Π. Καβάφης, Πεζά, O Σακεσπήρος περί της ζωής)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]