θλίβομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θλίβομαι < παθητική φωνή του ρήματος θλίβω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθli.vo.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]θλίβομαι, μετοχή παρακειμένου: θλιμμένος
- αισθάνομαι θλίψη