θραύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θραύω < αρχαία ελληνική θραύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰreu- (θραύω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθɾa.vo/

θραύω (παθητική φωνή: θραύομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]