θρηνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρηνητικός < αρχαία ελληνική θρηνητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]θρηνητικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θρηνητικά
- θρηνητικώς
- → δείτε τη λέξη θρήνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρηνητικός
|