θρομβοστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρομβοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: thrombostatic < αρχαία ελληνική θρόμβος + ἵστημι
Επίθετο
[επεξεργασία]θρομβοστατικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρομβοστατικός
|