θρους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θροῦς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρους < μονοτονική γραφή: αρχαία ελληνική θροῦς (ασυναίρετο: θρόος), ήχος από πολλές φωνές, μουρμουρητό < θροέω, φωνάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθɾus/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρους αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)

  1. (αρχαιοπρεπές) ήχος από τριβή
    ※  θροῦς τῶν βημάτων της ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ Φόνισσα, 1903)
    ※  θροῦς τῶν φυλλωμάτων γέμιζε ἀνάλαφρα τὴ νύχτα (Τάκης Ελευθεριάδης, Ληξιαρχεῖον, 1986) ως συνώνυμο του: θρόισμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]