θροϊσμάτων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θɾo.iˈzma.ton/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

θροϊσμάτων ουδέτερο