θρυμματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρυμματίζω < (θρύμμα) θρυμματ- + -ίζω

θρυμματίζω, αόρ.: θρυμμάτισα, παθ.φωνή: θρυμματίζομαι, π.αόρ.: θρυμματίστηκα, μτχ.π.π.: θρυμματισμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]