θυελλωδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]θυελλωδώς
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) με θυελλώδη τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θυελλωδώς
|