θυρόφυλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυρόφυλλο τα θυρόφυλλα
      γενική του θυρόφυλλου των θυρόφυλλων
    αιτιατική το θυρόφυλλο τα θυρόφυλλα
     κλητική θυρόφυλλο θυρόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θυρόφυλλο < θύρ(α) + -ό- + φύλλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θυρόφυλλο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]