θύλακα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθi.la.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύ‐λα‐κα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]θύλακα αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]θύλακα αρσενικό (ελληνιστική κοινή)