θῶμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]θῶμαι
- α΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική μέσου αορίστου του ρήματος τίθημι
- → δείτε τη λέξη τίθημι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]θῶμαι
- συνηρημένη μορφή του θάομαι
- → δείτε τη λέξη θάομαι