ιατροδικαστίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατροδικαστίνα < ιατροδικαστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιατροδικαστίνα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ιατροδικαστής
- ※ Η ιατροδικαστίνα όμως διαφωνεί: Κανένας ξυλοδαρμός· το θύμα φέρει τραύμα από σφαίρα. Και αυτή είναι η αρχή του μυστηρίου… (*)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ιατροδικαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιατροδικαστίνα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατροδικαστίνα
|