ιδεογραφικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδεογραφικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδεογραφικῶς.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ιδεογραφικ(ός) + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ιδεογραφικώς

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ήδη το 1872, σελ. 482, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου