ιδεοκρατικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδεοκρατικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδεοκρατικῶς.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε ιδεοκρατικ(ός) + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ιδεοκρατικώς