ιδεολογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδεολογισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει ότι μπορούμε να λύνουμε τα διάφορα προβλήματα εφαρμόζοντας κάποιες ιδεολογικές αρχές
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδεολογισμός
|