ιδιαίτατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδιαίτατα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδιαίτατα, υπερθετικός βαθμός του ἰδίως < ἴδιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ιδιαίτατα
- (σπάνιο, αρχαιοπρεπές) υπερθετικός βαθμός του ιδιαίτερα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιδιαίτατα
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα υπερθετικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)